Τουρκί

Τουρκί
το, Ν
το Τουρκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *Τουρκίον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παπάζογλου, Νικόλαος — (Τσεσμέ, Μικρά Ασία 1758 – Γαλλία 1819). Έλληνας στρατιωτικός και πολεμιστής. Το 1779 ακολούθησε τον Χασάν πασά Τζετζαερλή στη Πελοπόννησο με σκοπό να διώξει από εκεί τους Αλβανούς. Πολέμησε στο πλευρό του πασά της Ούρφας στην Αίγυπτο, όπου πήρε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”